χονδρώδη

χονδρώδη
χονδρώδης
like groats
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
χονδρώδης
like groats
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
χονδρώδης
like groats
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελασμοβράγχιοι — ή ελασματοβράγχιοι, οι υποδιαίρεση ιχθύων με χονδρώδη σκελετό, σελάχιοι (καρχαρίες, ρίνες κ.ά.) …   Dictionary of Greek

  • χονδρώδης — ες / χονδρώδης, ῶδες, ΝΑ [χόνδρος] αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως προς τη φύση ή τη σύσταση («χονδρώδης χιτὼν ὀφθαλμοῡ», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. «χονδρώδης ιστός» (ιστολ.) μορφή συνδετικού ιστού που εμφανίζει σύσταση και όψη χόνδρου αρχ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”